στερείται Συνώνυμα


Στερείται Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • άποροι, άδειο, απεμπλουτισμένο, λείπει, θέλοντας, στερημένοι, απομισχωμένου, γυμνά, απογυμνωθεί, αδειάσει, από, δωρεάν, εκποίηση.
στερείται Συνώνυμο συνδέσεις: άποροι, λείπει, στερημένοι, γυμνά, δωρεάν,

στερείται Αντώνυμα