στασιμότητα Συνώνυμα


Στασιμότητα Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • σταματήσει, να σταματήσει, διακοπή, παύση, αδιέξοδο, απόφραξη, κλήρωση.

Στασιμότητα Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • φυτοζωούν, σταθεί, αδρανής, να μαραζώνουν, μειώνεται, φθίνει, να επιδεινωθεί, να λήθαργο, πηγαίνουν στο σπόρο, αποσύνθεση.
στασιμότητα Συνώνυμο συνδέσεις: σταματήσει, διακοπή, παύση, αδιέξοδο, φυτοζωούν, φθίνει,

στασιμότητα Αντώνυμα