σπερματικός Συνώνυμα


Σπερματικός Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • παραγωγική, αναπτυξιακή, σπερμικά, δημιουργική, διαμορφωτική, εύφορη, γόνιμη, οραματιστής, αρχική, χρήσιμο, απόδοσης, βασικά, θεμελιώδη, έγκυος, πλούσια, πρωτοποριακή.
σπερματικός Συνώνυμο συνδέσεις: παραγωγική, γόνιμη, αρχική, βασικά, θεμελιώδη, έγκυος, πλούσια,

σπερματικός Αντώνυμα