ροκανίζω Συνώνυμα


Ροκανίζω Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • δαγκωνιά, δάγκωμα, μασάτε, κρίσιμη στιγμή, munch, ραμφίζουν.
ροκανίζω Συνώνυμο συνδέσεις: μασάτε, κρίσιμη στιγμή, munch,