πύλη Συνώνυμα


Πύλη Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • πόρτα, πύλη, άνοιγμα, καταχώρηση, είσοδο, entranceway, εισόδου, έξοδος, πέρασμα, ορίου, πρόσβαση, περιστροφική πόρτα.
  • πύλη, είσοδο, εγγραφή, προσέγγιση, πόρτα, πέρασμα.
  • πύλη.
πύλη Συνώνυμο συνδέσεις: πόρτα, πύλη, είσοδο, έξοδος, πέρασμα, πύλη, είσοδο, εγγραφή, προσέγγιση, πόρτα, πέρασμα, πύλη,