πρώην Συνώνυμα


Πρώην Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • προηγούμενο, εκ των προτέρων, παραπάνω, νωρίτερα, ηγουμένου, εν λόγω, τέλη, πρότερος, πρόδρομων, κάποτε, πρότερον, cidevant.
πρώην Συνώνυμο συνδέσεις: προηγούμενο, εκ των προτέρων, πρόδρομων,

πρώην Αντώνυμα