προοδευτική Συνώνυμα


Προοδευτική Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • meliorative, βελτίωση, μεταρρυθμιστικό, φιλελεύθερη, κοιτάζοντας προς τα εμπρός.
  • προώθηση, συνεχίζοντας, εν εξελίξει, διαδοχικές, αυξάνοντας, εντατικοποίηση, επιτάχυνση, κλιμάκωση, ανάπτυξη, συνεχής, διαδοχική, αδιάσπαστη, δυναμική, επιχειρηματική.

Προοδευτική Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • μεταρρυθμιστής, των φιλελευθέρων, αριστερός, meliorist, ακτιβιστής.
προοδευτική Συνώνυμο συνδέσεις: βελτίωση, προώθηση, διαδοχικές, κλιμάκωση, ανάπτυξη, διαδοχική, δυναμική, επιχειρηματική, ακτιβιστής,

προοδευτική Αντώνυμα