πονούν Συνώνυμα


Πονούν Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • πόνο, δυσφορία, οξύς πόνος, σφύζουν, αγωνία, πόνος, ερεθισμός, φλεγμονή.

Πονούν Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • λαχταρούν, πείνα, ποθούν, να λαχταρώ, επιθυμία, θέλουν, να πρέπει, να επιθυμήσεις, ποθώ.
  • υποφέρουν, αγωνιώ, θλίψη, πενθούν, θλίβομαι, θρηνεί.
  • υποφέρουν, βλάπτει, μαχαιριά, λίβρα, πονώ, σφύζουν.
πονούν Συνώνυμο συνδέσεις: δυσφορία, οξύς πόνος, σφύζουν, αγωνία, πόνος, ερεθισμός, πείνα, ποθούν, επιθυμία, θέλουν, υποφέρουν, αγωνιώ, θλίψη, θλίβομαι, υποφέρουν, βλάπτει, μαχαιριά, σφύζουν,