πολυσχιδής Συνώνυμα


Πολυσχιδής Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • διαφοροποιημένη, ετερογενείς, πολλαπλή, διαφοροποιημένα, ποικίλη, πρωτεϊκή, ετερόκλητη, διάφορα, μικτά, σκλήρυνση, τροφοδότης, με ποικίλες, πολύμορφη.
πολυσχιδής Συνώνυμο συνδέσεις: πολλαπλή, ποικίλη, πρωτεϊκή, διάφορα, πολύμορφη,

πολυσχιδής Αντώνυμα