πολιορκία Συνώνυμα


Πολιορκία Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • επίθεση, συνεδρία, τέντωμα, ξόρκι, σειρά μαθημάτων αγώνα, σειρά, όρος.
  • το αυτοκίνητο, εκστρατεία, επιδίωξη, προσπάθεια, σταυροφορία, επίθεση.
πολιορκία Συνώνυμο συνδέσεις: επίθεση, τέντωμα, ξόρκι, σειρά, όρος, εκστρατεία, προσπάθεια, σταυροφορία, επίθεση,

πολιορκία Αντώνυμα