περιορίσω Συνώνυμα


Περιορίσω Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • όριο, περιθώριο, σύνορα, χλωμό, πρόθυρα, άκρη.

Περιορίσω Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • δέστε, συγκράτηση, δεσμεύουν, περιορισμό, περιορίζουν, κράμπα, straitjacket.
  • φυλακίζουν, intern, κρατούν, σκάσε.
περιορίσω Συνώνυμο συνδέσεις: όριο, περιθώριο, χλωμό, πρόθυρα, άκρη, συγκράτηση, δεσμεύουν, φυλακίζουν,

περιορίσω Αντώνυμα