πειράγματα Συνώνυμα


Πειράγματα Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • badinage, χλεύη, αποφλοίωση, πειράγματα, διάφορα παραπτώματα, αστειεύεται, ετοιμολογία, πλάκα, αστειευόμενος.

Πειράγματα Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • πειράζω, αστείο, παίζω, ήρα ονειδίζω, πείραγμα, josh, παιδί, πλευρών.
πειράγματα Συνώνυμο συνδέσεις: badinage, χλεύη, πειράγματα, ετοιμολογία, πλάκα, πειράζω, αστείο, παίζω, πείραγμα, παιδί,