παρεμβαίνει Συνώνυμα


Παρεμβαίνει Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • παρέμβει, αναμιχθεί, αντιτίθενται, σύγκρουση, αντιμετώπιση, εισβάλλουν, διακόπτουν, εμποδίζουν, μειονέκτημα, παρέμβω, συγκράτηση, πισινό.
παρεμβαίνει Συνώνυμο συνδέσεις: παρέμβει, αντιτίθενται, σύγκρουση, αντιμετώπιση, εισβάλλουν, εμποδίζουν, μειονέκτημα, συγκράτηση, πισινό,