παρείσακτος Συνώνυμα


Παρείσακτος Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • εισβολέα, αμαρτωλός, interposer, interferer, μοσφιλιές, obtruder, επιδρομέας, λαθροκυνηγός, ξένος.
παρείσακτος Συνώνυμο συνδέσεις: αμαρτωλός, μοσφιλιές, ξένος,