παράς Συνώνυμα


Παράς Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • χρήματα, πλούτο, κέρδος, pelf, μαμμωνά, gelt.
παράς Συνώνυμο συνδέσεις: χρήματα, κέρδος, pelf, μαμμωνά, gelt,