παντρεμένος Συνώνυμα


Παντρεμένος Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • συζυγική, connubial, γαμήλια, γάμου, hymeneal, οικογενειακή, παντρεύεται, united, hitched, ζευγαρώνουν, προσδεμένη.
παντρεμένος Συνώνυμο συνδέσεις: συζυγική, connubial, γάμου,

παντρεμένος Αντώνυμα