πάει Συνώνυμα


Πάει Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • γενεσιουργός, εντάξει, ενέκρινε, προκειμένου, σε ετοιμότητα, λειτουργία, σαφές.
  • εκλεκτή, πρωτεύουσα, εξαιρετική, υπέροχος, ανώτερη, έξω από τα μάτια.
  • καταστράφηκε, κάνει για, απελπιστική, χαμένο, νίκησε, νεκρούς.
  • λιποθυμίας, αδύναμη, κουρασμένοι, εξαντληθεί, προβληματική, άρρωστος.
  • συμμετέχουν, απορροφάται, προηγμένη, εμπλακεί.

Πάει Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • ενέργειας, σθένος, οίστρος, vim, πνεύμα, πρωτοβουλία, αντοχή, δύναμη, pep.
  • προσπάθεια, μαχαιριά, δοκιμή, στροφή, δίνη, προσφορά, επιχείρηση.

Πάει Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • αφήστε, αναχωρούν, αποσύρει, στρέφομαι προς τον εαυτό του, πάει μακριά, συνταξιοδοτούνται, κλείστε.
  • λειτουργία, εργασία, λειτουργούν, τρέχει, εκτελέσει, ενεργούν, να σε κίνηση.
  • περάσει μακριά, εξαφανίζονται, παύουν, να πεθαίνουν, εξατμίζεται, να ξεθωριάζει, να διαλύονται, έχουν μεσολαβήσει.
  • προχωρήσει, μετακίνηση, πρόοδος, εκ των προτέρων, περάσει κατά μήκος, υιε, πηγαίνω.
  • φτάσει, επεκτείνει, ψέμα, συνδεθείτε, οδηγήσει, τεντώστε, span.
πάει Συνώνυμο συνδέσεις: εντάξει, λειτουργία, εξαιρετική, κάνει για, απελπιστική, νίκησε, αδύναμη, προβληματική, άρρωστος, συμμετέχουν, απορροφάται, σθένος, οίστρος, vim, πνεύμα, αντοχή, δύναμη, pep, προσπάθεια, μαχαιριά, δοκιμή, στροφή, δίνη, προσφορά, επιχείρηση, αναχωρούν, στρέφομαι προς τον εαυτό του, κλείστε, λειτουργία, εργασία, εξαφανίζονται, μετακίνηση, εκ των προτέρων, υιε, πηγαίνω, ψέμα, συνδεθείτε, οδηγήσει,