οπτική Συνώνυμα


Οπτική Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • οπτικών, οπτικός, οφθαλμική, οφθαλμικά.
  • ορατή, παρατηρήσιμο, διακριτό, αισθητή, seeable, σαφής, εμφανής, πρόδηλη, πεδιάδα.
οπτική Συνώνυμο συνδέσεις: ορατή, αισθητή, σαφής,

οπτική Αντώνυμα