ολοκληρώσει Συνώνυμα


Ολοκληρώσει Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • ολόκληρο, ολομέλεια, αναπόσπαστο, συνολικά, πλήρες, χωρίς περικοπές.
  • τέλειο, βάθος, άψογη, συνολικά, απόλυτη, ακραιφνής.
  • τελείωσε, πληρούνται, ολοκληρωμένος, κατέληξε στο συμπέρασμα, έληξε, ώριμη, ώριμα.

Ολοκληρώσει Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • εκτελέσει, επίδραση, κάνει, φινίρισμα, υλοποιήσει, ολοκλήρωση, επίτευξη, εκπληρώσει, παράγουν, πραγματοποιούν, απαλλαγή, επιφέρει, συμπέρασμα, τερματίσει.
  • τέλεια, ολοκληρώνεται με την άψογη, στέμμα, καπάκι, συνειδητοποιούν, ωριμάζουν.
  • τέλος, εκτελέσει, εκπληρώσει, συμπέρασμα, πραγματοποιούν.
ολοκληρώσει Συνώνυμο συνδέσεις: ολόκληρο, συνολικά, βάθος, άψογη, συνολικά, απόλυτη, ακραιφνής, τελείωσε, φινίρισμα, υλοποιήσει, επίτευξη, εκπληρώσει, παράγουν, απαλλαγή, συμπέρασμα, τέλεια, στέμμα, ωριμάζουν, τέλος, εκπληρώσει, συμπέρασμα,

ολοκληρώσει Αντώνυμα