ξεφουσκώσει Συνώνυμα


Ξεφουσκώσει Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • κατάρρευση, άδειο, ισιώστε, εξάτμισης, συρρικνωθεί, σύμβαση, παραμόρφωσης.
  • ταπεινή, ταπεινώσει, καταγράψτε, κολακεύω, κάτω, ερωτικής, σαπίζω, γίνει απόσβεση, υποτιμώ, την πρακτική, βελόνα, απομυθοποιώ.
ξεφουσκώσει Συνώνυμο συνδέσεις: κατάρρευση, εξάτμισης, συρρικνωθεί, παραμόρφωσης, ταπεινή, ταπεινώσει, κάτω, σαπίζω, γίνει απόσβεση, την πρακτική, βελόνα, απομυθοποιώ,

ξεφουσκώσει Αντώνυμα