νωρίς Συνώνυμα


Νωρίς Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • πρώτον, κατάλληλη, έγκαιρη, εντολών, προς τα εμπρός, προηγμένες, πρώιμη, πρόωρη.
νωρίς Συνώνυμο συνδέσεις: κατάλληλη, έγκαιρη, προς τα εμπρός, πρώιμη, πρόωρη,

νωρίς Αντώνυμα