νοθεύουν Συνώνυμα


Νοθεύουν Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • υποτιμήσει, διεφθαρμένη, υποβαθμίσει, επιδεινώνονται, ρυπαίνουν, χαλάσει, μολύνουν, αποδυνάμωση, αποδυναμώσει, υποτιμήσουν, φτηναίνω, γίνει απόσβεση, μετριάσει, bastardize.
νοθεύουν Συνώνυμο συνδέσεις: υποτιμήσει, διεφθαρμένη, υποβαθμίσει, χαλάσει, μολύνουν, αποδυναμώσει, φτηναίνω, γίνει απόσβεση, bastardize,

νοθεύουν Αντώνυμα