να αποφράξει Συνώνυμα


Να Αποφράξει Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • σκάσε, μπλοκαρίσει, εμποδίζουν, γκαζιού, πνίγουν, μανωμένα, πιστός, φράξει, συνδέστε, καθυστερούν, κοντά.
να αποφράξει Συνώνυμο συνδέσεις: εμποδίζουν, πνίγουν, μανωμένα, πιστός, φράξει, καθυστερούν,

να αποφράξει Αντώνυμα