νέκρωση Συνώνυμα


Νέκρωση Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • ταπείνωση, ντροπή, λύπη, αμηχανία, abashment, εξευτελισμού, απογοητεύσεις, διαπιστώνω, αυτο-μομφή.
νέκρωση Συνώνυμο συνδέσεις: ντροπή, αμηχανία,

νέκρωση Αντώνυμα