μπέρδεμα Συνώνυμα


Μπέρδεμα Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • σύγχυση, διαταραχή, χάος, ακαταστασία, επιπλοκή, παρεξήγηση, δίλημμα, κουβάρι, λαβύρινθος, εμπλοκή.
μπέρδεμα Συνώνυμο συνδέσεις: σύγχυση, διαταραχή, χάος, ακαταστασία, επιπλοκή, παρεξήγηση, δίλημμα, κουβάρι, εμπλοκή,

μπέρδεμα Αντώνυμα