μικρή ποσότητα Συνώνυμα


Μικρή Ποσότητα Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • λίγο, ελάχιστο, ίχνος, σωματιδίων, σιτάρι, μεζέ, σαχλαμάρα, φέτα, γιώτα, θραύσμα, πτώση.
μικρή ποσότητα Συνώνυμο συνδέσεις: λίγο, ίχνος, γιώτα, πτώση,

μικρή ποσότητα Αντώνυμα