μετριοπάθεια Συνώνυμα


Μετριοπάθεια Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • εγκράτεια, moderateness, αυτοέλεγχο, πειθαρχία, χρυσή τομή, αυτοσυγκράτηση, ανεκτικότητα, λιτότητα, νηφαλιότητα, abstemiousness.
μετριοπάθεια Συνώνυμο συνδέσεις: εγκράτεια, αυτοσυγκράτηση, ανεκτικότητα, νηφαλιότητα,

μετριοπάθεια Αντώνυμα