μαντέψει Συνώνυμα


Μαντέψει Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • εκτίμηση, εικασίες, έννοια, υπόθεση, υποψία, βολή, τεκμήριο, θεωρία, guesstimate.

Μαντέψει Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • εκτίμηση, εικασίες, να συμπεράνει, υποθέσουμε, θεωρητικολογώ, υποθέτουν.
  • σκεφτείτε, κρίνουν, πιστεύουν, ας υποθέσουμε ότι, φανταστείτε, τολμώ να πω.
μαντέψει Συνώνυμο συνδέσεις: εκτίμηση, εικασίες, έννοια, υπόθεση, υποψία, θεωρία, guesstimate, εκτίμηση, εικασίες, υποθέσουμε, θεωρητικολογώ, κρίνουν, πιστεύουν, ας υποθέσουμε ότι, φανταστείτε,