λερώνω Συνώνυμα


Λερώνω Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • μολύνει, διεφθαρμένη, λεκέ, ατιμία, διαφθείρουν, smirch, του εδάφους, κακολογώ, συκοφαντίες, παπανικολάου, δυσφήμιση, ντροπή, υποβαθμίσει, δυσφημίσουν.
λερώνω Συνώνυμο συνδέσεις: μολύνει, διεφθαρμένη, ατιμία, διαφθείρουν, smirch, συκοφαντίες, παπανικολάου, δυσφήμιση, ντροπή, υποβαθμίσει,

λερώνω Αντώνυμα