λεκτική Συνώνυμα


Λεκτική Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • επί λέξει.
  • προφορική, προφορικό, δήλωσε, εκφράζεται, δηλώνονται, φωνηέντων, άγραφο, άτυπη, parol.
λεκτική Συνώνυμο συνδέσεις: επί λέξει, άτυπη,

λεκτική Αντώνυμα