λαχτάρα Συνώνυμα


Λαχτάρα Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • επιθυμωντας να, πρόθυμοι, λαχτάρα, πόθο, λιώνει, ευσεβείς, πεινασμένους, ένθερμος, ανήσυχος, ανυπόμονος, άπληστος.

Λαχτάρα Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • επιθυμία, τη σφοδρή επιθυμία, λαχτάρα, πόθος, μεγάλη επιθυμία, πείνα, δίψα, ανάγκη, απαίτηση.
  • λαχτάρα, επιθυμία, πείνα, πόνος, δίψα, μεγάλη επιθυμία, φαγούρα, γιεν, ελπίδα, φιλοδοξία, θλίψη.
  • λαχτάρα, πόθος, επιθυμία, πείνα, προθυμία, μεγάλη επιθυμία, φιλοδοξία.
  • όρεξη.
  • τάση.
λαχτάρα Συνώνυμο συνδέσεις: επιθυμωντας να, πρόθυμοι, λαχτάρα, ευσεβείς, ένθερμος, ανήσυχος, ανυπόμονος, άπληστος, επιθυμία, λαχτάρα, πείνα, ανάγκη, απαίτηση, λαχτάρα, επιθυμία, πείνα, πόνος, φαγούρα, γιεν, ελπίδα, φιλοδοξία, θλίψη, λαχτάρα, επιθυμία, πείνα, προθυμία, φιλοδοξία, όρεξη, τάση,

λαχτάρα Αντώνυμα