κώμα Συνώνυμα


Κώμα Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • λήθαργος, λήθαργο, απάθεια, υπνηλία, νωθρότητα, αναισθησία, λήθη, απώλεια των αισθήσεων, λιποθυμώ.
κώμα Συνώνυμο συνδέσεις: λήθαργος, απάθεια, υπνηλία, νωθρότητα, λήθη, λιποθυμώ,