κωμικό Συνώνυμα


Κωμικό Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • αστεία, γελοίο, διασκεδαστικό, γελοία, χιουμοριστικό, αστείος, κόμικ, είναι ενδεχομένως αστείες, φαντασιόπληκτος, ευτράπελες, παράλογο, εκτροπή, φάρσα.
κωμικό Συνώνυμο συνδέσεις: αστεία, γελοίο, διασκεδαστικό, γελοία, χιουμοριστικό, αστείος, είναι ενδεχομένως αστείες, ευτράπελες, παράλογο, εκτροπή, φάρσα,

κωμικό Αντώνυμα