κυνικός Συνώνυμα


Κυνικός Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • σκεπτικιστής, απαισιόδοξος, μισάνθρωπος, scoffer, faultfinder, sneerer, κριτικός, δυσφημιστής, censurer, carper, caviler, castigator, traducer.
κυνικός Συνώνυμο συνδέσεις: σκεπτικιστής, μισάνθρωπος, κριτικός,

κυνικός Αντώνυμα