κυνική Συνώνυμα


Κυνική Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • δύσπιστος, απαισιόδοξη, δύσπιστοι, disbelieving, μισανθρωπική, ridiculing, αυστηρός, δύστροπος, κακόβουλη, scoffing, σκωπτική, σαρκαστικός, σαρδόνιο, περιφρονητική, κοροϊδευτικό, κοπής.
κυνική Συνώνυμο συνδέσεις: δύσπιστος, απαισιόδοξη, δύσπιστοι, αυστηρός, δύστροπος, κακόβουλη, σκωπτική, σαρκαστικός, σαρδόνιο, περιφρονητική, κοροϊδευτικό,

κυνική Αντώνυμα