κοτλέ Συνώνυμα


Κοτλέ Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • bombast, μοβ πεζογραφία, grandiloquence, ρητορική, στόμφος, πολυλογία, wordiness, μωρολογία, αλαζονικό, ζεστό αέρα, αέρα.
κοτλέ Συνώνυμο συνδέσεις: bombast, ρητορική, στόμφος, πολυλογία, wordiness, μωρολογία, αλαζονικό,

κοτλέ Αντώνυμα