κοινότοπο Συνώνυμα


Κοινότοπο Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • στερεότυπη, τετριμμένη και μπαγιάτικο, κλισέ, υπερκατανάλωση, φθαρμένη, σκώρος-τρώγεται, κουρασμένος, φθαρμένα, αποθεμάτων, unoriginal, χωρίς φαντασία, κοινοτοπικός, κοινότυπο, bromidic.
κοινότοπο Συνώνυμο συνδέσεις: στερεότυπη, κλισέ, κουρασμένος, αποθεμάτων, κοινοτοπικός, κοινότυπο,

κοινότοπο Αντώνυμα