κλειδώσει Συνώνυμα


Κλειδώσει Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • κοντά, κλείνω, εξασφαλίζει, στερεώστε, τη σταθεροποίηση, εγκατασταθούν, καθορίσει.
  • περιοριστεί, φυλακή, φυλακίζουν, συγκράτηση, κρατούν.
κλειδώσει Συνώνυμο συνδέσεις: στερεώστε, τη σταθεροποίηση, εγκατασταθούν, καθορίσει, φυλακή, φυλακίζουν, συγκράτηση,

κλειδώσει Αντώνυμα