κελάρι Συνώνυμα


Κελάρι Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • υπόγειο, θησαυροφυλάκιο, αποθήκη.
κελάρι Συνώνυμο συνδέσεις: υπόγειο, αποθήκη,