κατσικίσιο Συνώνυμα


Κατσικίσιο Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • αποδιοπομπαίος τράγος.
κατσικίσιο Συνώνυμο συνδέσεις: αποδιοπομπαίος τράγος,