κατρακυλούν Συνώνυμα


Κατρακυλούν Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • βυθίσει, πτώση, βουτήξετε, κατεβαίνουν, βουτιά, στεγνωτήρια, τραβώ.
κατρακυλούν Συνώνυμο συνδέσεις: πτώση, κατεβαίνουν, βουτιά, στεγνωτήρια, τραβώ,

κατρακυλούν Αντώνυμα