καταπραϋντική Συνώνυμα


Καταπραϋντική Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • παρηγορητική, μαλακτικών, ανακούφιση, ανακουφιστικές, ηρεμιστικό, assuasive, βαλσαμώδη, μαλακτικές, επούλωση, χρήσιμο, απολαυστικά, ηρεμεί, ξεκούραστη, χαλαρωτική.
καταπραϋντική Συνώνυμο συνδέσεις: παρηγορητική, ανακούφιση, βαλσαμώδη, μαλακτικές, ξεκούραστη,

καταπραϋντική Αντώνυμα