κατακτήσει Συνώνυμα


Κατακτήσει Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • ξεπεραστούν, υποτάξει, υποτάξουν, πλοίαρχος, επικρατούν, θριαμβεύσει, ξεπεράσουμε, πετύχει, υπερισχύει, ήττα, νικήσει, καταπνίξει, εξουδετερώσει.
κατακτήσει Συνώνυμο συνδέσεις: ξεπεραστούν, υποτάξει, ξεπεράσουμε, ήττα, νικήσει, καταπνίξει, εξουδετερώσει,

κατακτήσει Αντώνυμα