κατά συνθήκη αδίκημα Συνώνυμα


Κατά Συνθήκη Αδίκημα Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • αδιακρισία, ολίσθησης, ακυρώνονται, παράπτωμα, ελάττωμα, λάθος, παραπάτημα, αδικοπραγία, διάπραξης αδικήματος, πλημμέλημα, παράβαση, αμαρτία.
κατά συνθήκη αδίκημα Συνώνυμο συνδέσεις: αδιακρισία, ολίσθησης, παράπτωμα, ελάττωμα, λάθος, παραπάτημα, διάπραξης αδικήματος, πλημμέλημα, παράβαση, αμαρτία,