καλλωπίζω Συνώνυμα


Καλλωπίζω Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • βάλει τάξη, γαμπρός, τριγωνομετρική, οργανώσει, ισιώνω, καθαρίσει, καθαρίζω με το ράμφος, plume, ντύνομαι, κούκλα.
καλλωπίζω Συνώνυμο συνδέσεις: γαμπρός, τριγωνομετρική, καθαρίσει, καθαρίζω με το ράμφος,