ισχνός Συνώνυμα


Ισχνός Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • λιπόσαρκος, σπατάλη, λεπτός, κάτισχνο, weedy, πεινασμένος, πεινασμένο, τσιμπημένο, καταβεβλημένος, αδύναμα, ελαφρά, ρυτιδωμένος, σκελετικών, ατροφήσει.
  • ψηλόλιγνος.
ισχνός Συνώνυμο συνδέσεις: λιπόσαρκος, σπατάλη, λεπτός, πεινασμένος, καταβεβλημένος, αδύναμα, ψηλόλιγνος,

ισχνός Αντώνυμα