θόλο Συνώνυμα


Θολό Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • λασπώδεις, αδιαφανές, σκοτεινό, δημ, roiled, παχύ, θολή, μουτζούρης, θολό, φάουλ, ασαφής.
  • σύγχυση, κλούβια, addlebrained, ομιχλώδης, αναμιγνύω-επάνω στο, vague, διαταραχθεί, άστατος, συγκεχυμένη, βρώμικο, αποπροσανατολισμένη, ασυνάρτητο, muddleheaded, ταρακούνησε.
θόλο Συνώνυμο συνδέσεις: αδιαφανές, σκοτεινό, δημ, θολό, φάουλ, ασαφής, σύγχυση, addlebrained, αναμιγνύω-επάνω στο, διαταραχθεί, άστατος, βρώμικο, αποπροσανατολισμένη, ταρακούνησε,

θόλο Αντώνυμα