θεσπίσει Συνώνυμα


Θεσπίσει Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • νομοθετεί, διάταγμα, περάσει, δημιουργία, διορίζω, ινστιτούτο, κύρωση, εκτελέσει, συνταγογραφήσει, επικυρώσει, επίδραση.
θεσπίσει Συνώνυμο συνδέσεις: νομοθετεί, διάταγμα, περάσει, δημιουργία, ινστιτούτο, συνταγογραφήσει, επικυρώσει,