θέσπιση Συνώνυμα


Θέσπιση Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • δικαίου, καταστατικό, νόμος, διάταγμα, μέτρο, κανονισμού, παροχή, εντολή.
θέσπιση Συνώνυμο συνδέσεις: διάταγμα, μέτρο, παροχή, εντολή,