ηλίθια Συνώνυμα


Ηλίθια Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • stupefied, insensate, ζαλισμένος, benumbed, μουδιασμένος, θαμπό, υποτονική, μεθυσμένος, διάτρηση-μεθυσμένος, punchy, συγκεχυμένη, muddleheaded, υπνωτικών, ληθαργικός, σε κωματώδη κατάσταση, φλεγματικός, αδιάφορος, άτονη, απαθής, αναίσθητος, semiconscious, άτονα.
  • κουτός, καθυστερημένο, slowwitted, θαμπό, ηλίθιος, αργή, πυκνό, παχύ, αμβλεία, κενή, κενός περιεχομένου, κουφιοκέφαλος, ανόητη, ταμειων, μωρός, στον, παράλογες, άμυαλος, ανόητο, απλό, simpleminded, παιδαριώδης, doltish, thickheaded, thick-witted, βαρύς, χαζή, γαϊδούρινος, half-witted, ελλιπής, subnormal, καθυστερημένος, μικρόνους, ηλίθιο, βλαξ, βλακώδης.
  • μάταιο, ανωφελής, μάταια, άκαρπες, άσκοπη, αναποτελεσματική, κενό, ανόητος, ανόητο, παράλογο, ανόητη.
ηλίθια Συνώνυμο συνδέσεις: stupefied, ζαλισμένος, θαμπό, μεθυσμένος, διάτρηση-μεθυσμένος, punchy, υπνωτικών, φλεγματικός, αδιάφορος, απαθής, αναίσθητος, άτονα, κουτός, θαμπό, ηλίθιος, αργή, πυκνό, αμβλεία, κενός περιεχομένου, κουφιοκέφαλος, ανόητη, μωρός, στον, άμυαλος, ανόητο, απλό, simpleminded, παιδαριώδης, thickheaded, thick-witted, βαρύς, γαϊδούρινος, half-witted, subnormal, μικρόνους, ηλίθιο, βλαξ, βλακώδης, ανωφελής, μάταια, άκαρπες, αναποτελεσματική, κενό, ανόητος, ανόητο, παράλογο, ανόητη,

ηλίθια Αντώνυμα